βαμβακουργία

βαμβακουργία
η
η κατεργασία του βαμβακιού, η βαμβακοτεχνία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαμβακουργία — η βιοτεχνία ή βιομηχανία κατεργασίας του βάμβακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμαξ( άκι) + ουργία < ουργός < έργον. Η λ. μαρτυρείται στον Σταύρο Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Καντόνα — (κινεζ. Guangzhou). Πόλη (6.741.400 κάτ. τo 1998) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κουάνγκ τουνγκ (197.100 τ. χλμ., 86.420.000 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τσουκιάνγκ (ή ποταμού των μαργαριταριών)… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνα, Νότια — (South Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (80.582 τ. χλμ., 4.063.011 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα την Κολούμπια (Columbia, 116.278 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με τη Βόρεια Καρολίνα, στα Ν και ΝΔ με την πολιτεία της Γεωργίας (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Κούσκο — (Cusco ή Cuzco). Πόλη (333.400 κάτ. το 2003) του νότιου Περού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (72.105 τ. χλμ., 1.208.689 κάτ.). Βρίσκεται στην περιοχή των Άνδεων, σε υψόμετρο 3.399 μ., σε ένα οροπέδιο που διασχίζεται από τον ποταμό Oυατανάι.… …   Dictionary of Greek

  • Λουιζιάνα — (Louisiana). Ομόσπονδη πολιτεία (123.677 τ. χλμ., 4.465.430 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού (Ατλαντικός ωκεανός) στα Ν, συνορεύει με το Τέξας στα Δ και με τις πολιτείες Αρκάνσας στα Β και… …   Dictionary of Greek

  • Ρεσίφε — (Recife). Πόλη της βορειοανατολικής Βραζιλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας Περναμπούκο. Η πόλη εκτείνεται σε περιοχή λιμνοθάλασσας, ένα τμήμα της στα νησιά και στις χερσονήσους και ένα άλλο στη στεριά, στη συμβολή του Καπιμπερίμπε και του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”